- νο
- Ιαπωνικό λυρικό δράμα, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στις τελετουργικές παραστάσεις του σιντοϊσμού και του βουδισμού ή - όπως υποστηρίζουν άλλοι - στο σαρουγκακού (= μουσική μαϊμούδων). Πρόκειται για ένα πλούσιο θέαμα με τραγούδια, χορούς, ακροβασίες, ταχυδακτυλουργίες και διάφορες αφηγήσεις. Η λέξη σημαίνει δεξιοτεχνία, ταλέντο.
Κατά τα μέσα του 14ου αι., το σαρουγκακού πλουτίστηκε με χορικά και απαγγελίες, που το μεταμόρφωσαν στο λεγόμενο σαρουγκακού νο νo και, για συντομία, νo. Ο Κανάμι Κιγιοτσούγκου (1333-84) και ο Σεάμι Μοτοκίγιο (1363-1445) έδωσαν στα νo τη μορφή λυρικών δραμάτων, προσαρμόζοντας σε αυτά ένα ρεπερτόριο κειμένων, σε πεζό και σε στίχο, εμπνευσμένων από τους εθνικούς μύθους, τους αρχαίους θρύλους, τα ηρωικά έπη. Τα δράματα παίζονται κατά κανόνα από δυο ηθοποιούς (σίτε και βάκι)· ο πρώτος είναι ο πρωταγωνιστής, ο δεύτερος προκαλεί και προτρέπει τον κύριο ηθοποιό να τραγουδήσει και να χορέψει. Μαζί με τους δυο κύριους ηθοποιούς, παρουσιάζονται συχνά κι άλλοι, σύντροφοι, βοηθοί ή δευτερεύοντα πρόσωπα. Οι ηθοποιοί, ντυμένοι με πολυτελή και φανταχτερά κοστούμια, είναι μόνο άντρες, οι οποίοι ερμηνεύουν και τους γυναικείους ρόλους. Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι μάσκες, από τις οποίες υπάρχουν περισσότεροι από 70 τύποι. Το θέαμα συμπληρώνει η χορωδία, τα μέλη της οποίας (8 ή 10) παίρνουν θέση σε δυο σειρές στη μία πλευρά της σκηνής, η οποία αποτελείται από μια τετράγωνη ξύλινη εξέδρα, ανοιχτή από τις τρεις πλευρές και σκεπασμένη από μια καμπυλωτή στέγη. Η σκηνογραφία αποτελείται από ένα μόνιμο φόντο με ζωγραφισμένα πεύκα. Στο πίσω μέρος της σκηνής υπάρχει η ορχήστρα που αποτελείται συνήθως από τρία ταμπούρλα και ένα φλάουτο. Στην ίδια παράσταση παίζονται διάφορα δράματα, πολύ σύντομα, που διακρίνονται σε δράματα με θεότητες, με μάχες, με μαγείες κλπ. Στην αρχαιότητα η αριστοκρατία προστάτευε το νο, έχτιζε ειδικά θέατρα και συντηρούσε δραματικές σχολές, από τις οποίες είναι ακόμα διάσημες οι Κάνζε, Χόσο, Κομπαρού, Κόνγκο, Κίτα και Ουμεουάκα. Οι σχολές ξεχωρίζουν μεταξύ τους, γιατί η καθεμία διδάσκει όχι μόνο διαφορετικό ύφος ερμηνείας και χορού, αλλά και διαφορετικό, σχεδόν αποκλειστικά δικό της δραματικό ρεπερτόριο.
Σκηνή από παράσταση του θεάτρου «νο».
Dictionary of Greek. 2013.